ακέφαλος

ακέφαλος
Αυτός που δεν έχει κεφάλι. Ο άναρχος. Μεταφορικά, ο απερίσκεπτος, ο ανόητος, ο άμυαλος. (Βοτ.) Ονομασία της ωοθήκης που είτε δεν έχει στύλους είτε αυτοί φύονται από τα πλάγια ή τη βάση της (π.χ. βοραγινίδες, χειλανθή). (Ζωολ.) Ονομασία που δόθηκε από τον Γάλλο φυσιοδίφη Ζορζ Κιβιέ στην 4η ομοταξία των μαλακίων που περιλάμβανε τα βραχιονόποδα και τα δίθυρα. Σήμερα, αντί για τον όρο αυτό χρησιμοποιούνται οι όροι ελασματοβράγχια και δίθυρα. (Λογ.) Στην αρχαία ελληνική μετρική α. λέγεται ο εξάμετρος στίχος που η πρώτη του συλλαβή είναι βραχεία αντί μακρά. Γενικότερα, ο όρος χρησιμοποιείται για κάθε ρυθμικό στοιχείο που έχει χάσει από συγκοπή την πρώτη συλλαβή.
* * *
-η, -ο (Α ἀκέφαλος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει κεφάλι
«ακέφαλο νεογνό», «οἱ ἀκέφαλοι οἱ ἐν τοῑχι στήθεσι τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχοντες» (μυθικά όντα, Ηρόδ, 4, 191)
2. αυτός που δεν έχει αρχή
«ἀκέφαλος κῶδιξ», «ἀκέφαλος λόγος, μῡθος» (Πλάτ. Φαίδρος 264c, Νόμ. 752a)
μσν.- νεοελλ.
1. άμυαλος, ανόητος, αναίσθητος
2. εκείνος που δεν έχει αρχηγό, ομάδα που δεν έχει κάποιον επικεφαλής» «ακέφαλο κόμμα», κληρικός που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία επισκόπου1
μσν.
«αἵρεσις ἀκέφαλος» — αίρεση που δεν είναι γνωστός ο αρχηγός της (Σούδα, Ιουστιν. Νεαρ. 109)
II αρχ.
1. (για μύθο) αυτός που δεν έχει επίλογο (Λουκ. Σκυθ. 9)
2. όποιος έχει στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα, ο «άτιμος» (Αρτεμίδ. 1.35), πρβλ. λατιν. «capite deminutus»)
3. αστρον. αστέρι που φαίνεται μπροστά από κάποιον πλανήτη (Κλήμ. Α. 1, 429c)
4. επίρρ. ἀκεφάλως
χωρίς λογική αρχή
«ἀκεφάλως ἐμβάλλειν τοῑς πράγμασιν» (Ερμογ. π. Ευρέσ. 2.7).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + -κέφαλος < κεφαλή.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακεφαλία, ακεφαλιά, ακεφαλοσύνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀκέφαλος — headless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακέφαλος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει κεφάλι: Υπάρχουν ζώα ακέφαλα. 2. αυτός που δεν έχει αρχηγό: Το κράτος είχε μείνει ακέφαλο. 3. αυτός που δεν έχει αρχή: Το χειρόγραφο που βρέθηκε είναι ακέφαλο. 4. (αρχαία μετρ.), στίχος του οποίου το πρώτο πόδι αρχίζει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ακέφαλος Ιστορία — Βιογραφία του Μεγάλου Αθανασίου, γραμμένη στα λατινικά από άγνωστο συγγραφέα του 4ου αι. Είναι γνωστή και ως Ακέφαλον χρονικόν. Από τη βιογραφία λείπει η αρχή, απ’ όπου προήλθε και ο τίτλος. Μετάφρασή της στα ελληνικά, από άγνωστο επίσης… …   Dictionary of Greek

  • ἀκεφάλως — ἀκέφαλος headless adverbial ἀκέφαλος headless masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκέφαλον — ἀκέφαλος headless masc/fem acc sg ἀκέφαλος headless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκεφάλοις — ἀκέφαλος headless masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκεφάλου — ἀκέφαλος headless masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκεφάλους — ἀκέφαλος headless masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκεφάλων — ἀκέφαλος headless masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκεφάλῳ — ἀκέφαλος headless masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”